επιβραδυντικός

επιβραδυντικός
-ή, -ό
που προκαλεί επιβράδυνση ή συντελεί σ' αυτή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επιβραδυντικός — ή, ό αυτός που προκαλεί επιβράδυνση. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιβραδύνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Αν. Σούλη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”